Οξεία Φαρυγγοαμυγδαλίτιδα
Πονόλαιμος, δυσκολία στην κατάποση και υψηλός πυρετός. Απλό κρυολόγημα ή οξεία αμυγδαλίτιδα;
Η οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιδα (ΦΑ) αποτελεί μια από τις πιο συχνές λοιμώξεις, που καλείται να αντιμετωπίσει ο ειδικός παθολόγος. Εμφανίζεται κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.
Αν και πολλοί θεωρούν ότι προσβάλει συχνότερα τα παιδιά και τους εφήβους, εν τούτοις διατρέχουν παρόμοιο κίνδυνο ενήλικες που εργάζονται σε σχολεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς, καθώς και όσοι φροντίζουν μικρά παιδιά κατ’οίκον.
Η μετάδοση της νόσου γίνεται συνήθως με την επαφή των χεριών, που έχουν μολυνθεί με ρινικές εκκρίσεις, και όχι τόσο με τη στοματική επαφή. Αντικείμενα που χρησιμοποιούμε καθημερινά, όπως για παράδειγμα πετσέτες και μαχαιροπίρουνα, δύναται να μεταφέρουν το λοιμογόνο παράγοντα. Απαιτείται πολύ καλή υγιεινή στα μέλη της οικογενείας, προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά της νόσου.
Ο χρόνος επώασης της ΦΑ είναι συνήθως 24 με 72 ώρες. Η λοίμωξη προκαλείται είτε από κάποιον ιο, με συχνότερη ανίχνευση του ιού του κοινού κρυολογήματος (rhinovirus) και του ιού της γρίπης (influenzavirus), είτε από κάποιο βακτήριο, με κυριότερο αιτιολογικό παράγοντα τον β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο St. Pyogenes. Δε θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι στη διαφορική διαγνωστική περιλαμβάνεται επίσης η λοιμώδης μονοπυρήνωση, η πρωτολοίμωξη από HIV και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
Έχει μεγάλη σημασία να καθοριστεί ο πιθανός αιτιολογικός παράγοντας. Ο λόγος είναι η αποφυγή τόσο της αλόγιστης κατανάλωσης αντιβιοτικών, τα οποία είναι ανενεργά σε περίπτωση ίωσης, όσο και της έκθεσης του οργανισμού σε κινδύνους συνεπεία της αποτυχημένης αντιμετώπισης μιας στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.
Η αντικειμενική εξέταση, η λήψη του ιστορικού, τα κριτήρια Centor, και η δοκιμασία ταχείας ανίχνευσης του αντιγόνου του στρεπτοκόκκου (Strep-test) σε φαρυγγικό επίχρισμα, εφόσον ο ιατρός κρίνει ότι πρέπει να διενεργηθεί, θα καθορίσουν την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος.
Όσον αφορά στη θεραπεία, σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας έχουν τα αναλγητικά και τα αντιπυρετικά. Επί ιογενούς λοίμωξης συνιστάται η παρακολούθηση του ασθενούς και η χορήγηση συντηρητικής αγωγής. Επί βακτηριακής λοίμωξης χορηγείται αντιμικροβιακή αγωγή, με συνηθέστερη επιλογή κάποιο φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών.
Συνιστάται η αντιμετώπιση της νόσου με σκοπό την πρόληψη της διασποράς, και σε μικρότερο βαθμό για την αποτροπή επιπλοκών της στρεπτοκοκκικής λοίμωξης, όπως της εμφάνισης περιαμυγδαλικού αποστήματος ή σπανιότερα ρευματικού πυρετού. Αξίζει να τονισθεί ότι στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί υψηλό ποσοστό αντοχής του στρεπτοκόκκου Pyogenes στα μακρολίδια (αζιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη).