Social Media:

Άρθρο

Τι είναι οστεοπόρωση και πώς μπορούμε να την προλάβουμε;

Η οστεοπόρωση αποτελεί μια από τις συχνότερες παθήσεις των γυναικών, κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Όμως, όλο και συχνότερα διαγιγνώσκεται οστεοπενία ή ακόμα και οστεοπόρωση σε νεότερες ηλικίες.  Πληροφορηθείτε για την πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση από την ενδοκρινολόγο κ. Μπαρμπαρή Μαρία, συνεργάτη του ιατρείου.

 

Η οστεοπόρωση είναι το συχνότερο μεταβολικό νόσημα των οστών και χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη οστική πυκνότητα και από διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστίτη ιστού με αποτέλεσμα την αύξηση του καταγματικού κινδύνου.

Υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ πάσχουν από οστεοπόρωση περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι γυναίκες απειλούνται από κάταγμα ισχίου ή σπονδυλικό κάταγμα σε ποσοστό 16% έναντι 5% του αντίστοιχου ποσοστού των ανδρών.

Από επιδημιολογικές μελέτες προκύπτει ότι οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες άνω των 50 ετών έχουν ελαττωμένη οστική μάζα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% και συνεχώς αυξανόμενο με την ηλικία. Η ελάττωση αυτή εντοπίζεται κυρίως στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Ο αριθμός των καταγμάτων αφορά περισσότερο στις γυναίκες, λόγω του μεγαλύτερου μέσου όρου ζωής τους σε σχέση με τους άνδρες. Σημαντικό πρόβλημα αποτελούν τα σπονδυλικά κατάγματα που εμφανίζονται σε μικρότερη ηλικία, γίνονται αυτόματα πολλές φορές χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψιν από τον ασθενή και κατ’ επέκταση από τον θεράποντα ιατρό του.  Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια αύξηση των καταγμάτων κυρίως του ισχίου, με σχεδόν διπλάσιο ποσοστό καταγμάτων στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.

Η οστική πυκνότητα αυξάνεται κυρίως κατά τη διάρκεια της εφηβείας λόγω της επίδρασης των ορμονών του φύλου στον οστίτη ιστό. Ο γενετικός παράγοντας ασκεί καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση της κορυφαίας οστικής πυκνότητας, όπως επιβεβαιώνεται από διάφορες μελέτες π.χ οι γυναίκες που η μητέρα τους είχε οστεοπόρωση έχουν ελαττωμένη οστική πυκνότητα.

 Η οστεοπόρωση είναι πολυπαραγοντικό νόσημα. Εξαρτάται από την γενετική προδιάθεση του ατόμου, από την ηλικία (γεροντική οστεοπόρωση), από την ένδεια γενετικών ορμονών π.χ οιστρογόνων (μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση) και από διάφορους περιβαλλοντικούς και άλλους παράγοντες, π.χ κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ, χαμηλό σωματικό  βάρος, διατροφή (πτωχή σε ασβέστιο), έλλειψη βιταμίνης D, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, χρόνια νοσήματα( υπερθυρεοειδισμός, γαστρεκτομή), χορήγηση φαρμάκων (κορτιζόνη, αντιψυχωσικά κ.α).

Από την περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο της γυναίκας ξεκινάει η απώλεια οστικής μάζας. Τα πρώτα 5-10 έτη από την εμμηνόπαυση υπάρχει η φυσιολογική απώλεια σπογγώδους οστού που είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη απώλεια φλοιώδους οστού. Η οστική απώλεια δεν είναι ίδια για όλες στις γυναίκες και δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός των γυναικών που θα χάσουν γρηγορότερα οστική μάζα. Μετά την ηλικία των 50 ετών η γυναίκα διατρέχει τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει σπονδυλικό ή ισχιακό κάταγμα σε σχέση με τον άνδρα. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων και στην μεγαλύτερη κορυφαία οστική μάζα που επιτυγχάνεται στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες και επίσης στην επιταχυνόμενη οστική απώλεια λόγω έλλειψης οιστρογόνων στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Η οστεοπόρωση είναι συνήθως ασυμπτωματική νόσος μέχρι την εμφάνιση των επιπλοκών της που είναι τα κατάγματα. Τα σπονδυλικά κατάγματα εμφανίζονται πρώιμα  (50- 60 έτη) σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και η συχνότητά τους αυξάνεται με την ηλικία. Τα  περισσότερα είναι ασυμπτωματικά και διαγιγνώσκονται τυχαία από απλές ακτινογραφίες θώρακος ή κοιλίας. Η μόνη κλινική εκδήλωση των συμπτωματικών καταγμάτων είναι η απώλεια ύψους. Τα συμπτώματα των οξέων σπονδυλικών καταγμάτων είναι το αιφνίδιο και έντονο άλγος και μπορεί να συμβούν μετά από απλή επίκυψη ή άρση βάρους. Το έντονο άλγος συνήθως υποχωρεί σε διάστημα λίγων εβδομάδων και αντικαθίστανται από χρόνιο πόνο. Το αποτέλεσμα πολλαπλών –συμπτωματικών ή μη- σπονδυλικών καταγμάτων είναι η θωρακική κύφωση με πιθανόν αντανακλαστική οσφυϊκή λόρδωση. Οι ασθενείς με κύφωση πονάνε στους αυχενικούς μύες λόγω υπερέκτασης της κεφαλής.

Η μέτρηση της οστικής μάζας μέσω της οστικής πυκνομετρίας είναι ο πιο σημαντικός προγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση κατάγματος. Ο θεράπων ιατρός θα συστήσει εκτός από την μέτρηση της οστικής μάζας και πλήρη εργαστηριακό έλεγχο αίματος και ούρων 24ώρου. Η κατανάλωση 1200mgασβεστίου κατά τη διάρκεια του 24ώρου για μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες καθίσταται απαραίτητη. Επίσης, η χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου, βιταμίνης D ή και αντιοστεοπορωστικών φαρμάκων  θα κριθεί από τον θεράποντα ιατρό μετά από τον απαραίτητο εργαστηριακό έλεγχο.