Λοιμώδης Μονοπυρήνωση
Γνωστή και ως νόσος του φιλιού, πότε πρέπει να την υποπτευθούμε και πώς θα την αντιμετωπίσουμε;
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πιο συχνές λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι 90% του πληθυσμού έχει νοσήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η λοίμωξη προκαλείται από τον ιο Epstein-Barr (EBV), ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών (HHV-4) και φέρει δίκλωνο DNA ως γενετικό υλικό.
Η νόσος είναι γνωστή και ως «νόσος του φιλιού», επειδή μεταδίδεται κυρίως κατά την άμεση επαφή, μέσου του σάλιου. Βέβαια, μετάδοση δύναται να υπάρχει και διαμέσου μολυσμένων με στοματικά υγρά αντικειμένων, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια.
Η περίοδος επώασης, το χρονικό δηλαδή διάστημα που μεσολαβεί από την εισαγωγή του ιού στον οργανισμό μέχρι την εκδήλωση συμπτωμάτων, κυμαίνεται από 4 έως 8 εβδομάδες.
Τα παιδιά εμφανίζουν συνήθως φαρυγγοδυνία, κόπωση, πυρετό ή δέκατα (πυρέτιο) και δυσκαταποσία. Στην αντικειμενική εξέταση ψηλαφώνται οι οπίσθιοι τραχηλικοί λεμφαδένες διογκωμένοι.
Όταν η λοίμωξη συμβεί στην ενήλικη ζωή η συμπτωματολογία δύναται να είναι πιο έντονη. Οι ασθενείς εκδηλώνουν υψηλό πυρετό που εμμένει, οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιτδα με έντονο το αίσθημα της δυσκαταποσίας, διάχυτες μυαλγίες και αρθραλγίες ενώ σπανιότερα δύναται να εμφανίσουν οξεία δύσπνοια, αιμολυτική αναιμία, θρομβοπενία (χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων), ρήξη σπληνός, περικαρδίτιδα ή εγκεφαλίτιδα.
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στη καλή λήψη του ιστορικού του ασθενούς, στην αντικειμενική εξέταση και εφόσον κριθεί αναγκαίο, στον εργαστηριακό έλεγχο. Αναζητούμε την παρουσία άτυπων λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα και ανιχνεύουμε ειδικά αντισώματα στον ορό έναντι του ιού (EBNA και VCA).
Σημειώνεται ότι τα αντισώματα συνήθως θετικοποιούνται μετά από 7 ημέρες, για το λόγο αυτό μπορεί να γίνει μια ταχεία ανίχνευση του αντιγόνου του ιού με τη δοκιμασία MonoSpot. Πιο ακριβής εξέταση είναι η ανίχνευση του γενετικού υλικού του ιού (DNA), η οποία όμως είναι χρονοβόρα και ακριβή.
Η λοίμωξη αυτοϊάται σε διάστημα 3 με 4 εβδομάδων. Συνιστάται η λήψη αναλγητικών και αντιπυρετικών, η άφθονη κατανάλωση υγρών, η ανάπαυση και η αποχή από αθλητικές δραστηριότητες, προς αποφυγή ρήξεως σπληνός.
Η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής δεν προσφέρει καμία προφύλαξη, απεναντίας όταν ο ασθενής λάβει αντιβιοτικό της ομάδας των β-λακταμών, όπως για παράδειγμα μια αμοξυκιλλίνη ή μια κεφαλοσπορίνη, μπορεί να εμφανίσει στο κορμό και στα άκρα κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα.
Ο ιατρός, εξετάζοντας τον ασθενή, ξεχωρίζει τη λοιμώδη μονοπυρήνωση από άλλα πιθανά αίτια που μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτωματολογία, όπως η λοίμωξη από τον ιό της γρίπης ή από στρεπτόκοκκο, και χορηγεί την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.