Οξεία Γαστρεντερίτιδα
Κοιλιακό άλγος, έμετοι και διάρροιες. Πότε είναι απλή γαστρεντερίτιδα και πότε απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση;
Όλοι οι άνθρωποι έχουν νοσήσει στη ζωή τους, τουλάχιστον μια φορά, από γαστρεντερίτιδα. Άλλοτε σε ήπια μορφή, με εμέτους ή/και διαρροϊκές κενώσεις και άλλοτε με έντονη κλινική εικόνα, με παρουσία υψηλού πυρετού και κοιλιακού άλγους.
Η οξεία γαστρεντερίτιδα αποτελεί λοίμωξη του γαστρεντερικού σωλήνα με εντοπισμό στο στομάχι ή στο έντερο. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για γαστρίτιδα, με κύριο σύμπτωμα τους εμέτους και το άλγος στο επιγάστριο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για εντερίτιδα, με κύριο σύμπτωμα τις διαρροϊκές κενώσεις.
Όταν συνυπάρχουν οι δυο καταστάσεις αναφερόμαστε σε γαστρεντερίτιδα.
Οι συχνότεροι λοιμώδεις παράγοντες που ενοχοποιούνται για τη νόσο είναι οι ιοί, με κυρίαρχους εκπροσώπους τους Νοροϊούς (Norwalk-like)και τους Ροταϊούς (Rotavirus). Βέβαια, η λοίμωξη μπορεί να προκληθεί από βακτηρίδια, κυρίως από Σαλμονέλα, Καμπυλοβακτηρίδιο (Campylobacter), κολοβακτηρίδια (E. Coli) ή από πρωτόζωα, όπως για παράδειγμα από Giardia Intestinalis (Λαμβλίαση) ή Cryptosporidium (Κρυπτοσποριδίαση).
Σε ασθενείς που έχουν λάβει πρόσφατα αντιβιοτική αγωγή αναζητούμε πάντα τοξίνη από κλωστηρίδιο (Cl. Difficile).
Πέρα από εμέτους και διαρροϊκές κενώσεις, οι ασθενείς αναφέρουν συχνά κοιλιακό άλγος, κωλικοειδούς τύπου, τεινεσμό, αίσθημα κόπωσης και ζάλης ενώ μπορεί να εμφανίσουν και πυρετό.
Η διάγνωση της οξείας γαστρεντερίτιδας είναι κλινική και βασίζεται στη λεπτομερή λήψη του ιστορικού και στην αντικειμενική εξέταση.
Πρέπει να ερωτηθεί ο ασθενής για τα χαρακτηριστικά των συμπτωμάτων και των κενώσεων, για πρόσφατο ταξίδι σε ενδημική χώρα, επαφή με ασθενείς με παρόμοια συμπτωματολογία, επαφή με ζώα, κατανάλωση ύποπτων τροφών, λήψη αντιβιοτικών ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Εφόσον υπάρχει η υπόνοια έντονης φλεγμονής ή έχουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρή και παρατεταμένη κλινική εικόνα, τότε διενεργείται εργαστηριακός έλεγχος σε δείγμα αίματος και κοπράνων.
Μπορεί να ζητηθεί απεικονιστικός έλεγχος της κοιλίας, ενώ σε πολύ ιδιαίτερες καταστάσεις να ζητηθεί η συμβολή του γαστρεντερολόγου για διενέργεια ενδοσκοπικού ελέγχου.
Η θεραπεία της νόσου είναι συντηρητική και βασίζεται στη χορήγηση άφθονων υγρών και στην τροποποίηση της διατροφής.
Δίνονται φάρμακα αντιεμετικά, ηλεκτρολύτες καθώς και φάρμακα που αναστέλλουν τη γαστρική έκκριση.
Σε περίπτωση που απομονωθεί βακτηρίδιο ή πρωτόζωο στα κόπρανα χορηγείται αντιβιοτική ή ανθελμιντική αγωγή.
Η χορήγηση της λοπεραμίδης (Imodium) γίνεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες και αφου ο ασθενής έχει εκτιμηθεί από τον ιατρό! Σε αντίθεση περίπτωση μπορεί να προκαλέσει τοξικό μεγάκολο ή αιμολυτικό-ουραιμικό σύνδρομο, δυο καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή.